ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ
ΚΛΙΚ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ-->

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013



ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ –
Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ.

Χριστίνα Καούρη
Υπεύθυνη Σχολών Γονέων Ν. Αχαΐας
Υποψήφια Διδ/ρ ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Πατρών

H σύγχρονη οικογένεια αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ρόλο της ως σταθερό στήριγμα, συμβάλλει στη δημιουργία συναισθημάτων ματαιότητας στα παιδιά, με αποτέλεσμα τη δυσκολία ένταξης τους στο σχολικό περιβάλλον και αποδοχής των κανόνων του (Θωμοπούλου, 2008). Σημαντικοί παράγοντες πρόκλησης βίαιης συμπεριφοράς των παιδιών συχνά είναι η ατελής οικογενειακή δομή, οι χαλαροί δεσμοί, η έλλειψη γονεϊκού ελέγχου, η έλλειψη σεβασμού, φροντίδας και στοργής, η ενδοοικογενειακή βία και η εγκληματικότητα των ίδιων των γονέων (Νόβα, 2001; Κατσιγαράκη, 2004). Πολλά οργισμένα παιδιά προέρχονται από οικογένειες που αποτυγχάνουν να τους δώσουν την απαραίτητη προσοχή, φροντίδα και αναγνώριση (Olweus, 1993).
Μεγάλος αριθμός μελετών (Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 2004) επιβεβαιώνει πως η θυματοποίηση κατά την παιδική ηλικία (κακοποίηση/παραμέληση γονέα) είναι προδιαθεσικός παράγοντας για τη μετέπειτα εκδήλωση παραβατικής (55%) ή ακόμα και εγκληματικής συμπεριφοράς (96%) από παιδιά και εφήβους κάτω των 18 χρόνων.
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τη παραβατική συμπεριφορά μαθητών και των παραγόντων που οδηγούν στη θυματοποίησή τους.  Στη μελέτη συμμετείχαν 200 μαθητές γυμνασίων του νομού Αχαΐας. Οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο τύπου Likert που αφορούσε στις απόψεις τους για το ρόλο τους σε περιστατικά εκφοβισμού, στις οικογενειακές και σχολικές τους εμπειρίες.
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψε πως τα αγόρια αυτοπροσδιορίζονταν ως θύτες περισσότερο από ότι τα κορίτσια. Επίσης, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μαθητές συμπεριφέρονταν περισσότερο βίαια από ότι οι μικρότεροι σε ηλικία συμμαθητές τους.  Οι παλινδρομικές αναλύσεις για το θύτη ανέδειξαν τρεις παράγοντες («Αυτεπάρκεια», «Οικογενειακές Διενέξεις» και «Απουσία Σχολικού Ενδιαφέροντος») που ερμήνευαν ένα σημαντικό κομμάτι της βίαιης συμπεριφοράς των μαθητών. Οι αντίστοιχες αναλύσεις για το θύμα ανέδειξαν τους παράγοντες «Οικογενειακές Διενέξεις» και «Αγχωτικές Συμπεριφορές».
Όπως προκύπτει οι μαθητές - θύτες επιλέγουν ορθολογιστικά να είναι βίαιοι, βιώνουν συγκρούσεις σε ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό πλαίσιο, χάνουν το ενδιαφέρον τους για τα μαθήματα και ενώ νιώθουν ότι απειλούνται στο σπίτι, υιοθετούν το ρόλο του δυνατού στο σχολείο (Smith et al., 2004. Αγάθωνος, 2004). Οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις εμποδίζουν την ωρίμανση του παιδιού, και το αποτρέπουν να εσωτερικεύσει κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε έντονη επιθετική συμπεριφορά (Ζαφειριάδης, 2002).
Επίσης είναι σημαντική η σχέση μεταξύ ενδοοικογενειακών προβλημάτων και θυματοποίησης των μαθητών στο σχολείο.  Αξίζει να σημειωθεί πως η  υπερπροστασία των γονέων παρεμποδίζει φυσικές συμπεριφορές των παιδιών όπως το παιχνίδι, την εξερεύνηση και την ανάληψη ρίσκων. Αυτός ο τύπος γονεϊκού ελέγχου ενισχύει την αρνητική εικόνα του παιδιού, καθώς αισθάνεται ανεπαρκές και αδύναμο, ενώ βιώνει αγωνία και άγχος σε επερχόμενες συγκρούσεις με τους συμμαθητές του (Perry et al., 2001).
Συνεπώς, η ενίσχυση του οικογενειακού κλίματος και της συνεργασίας με το σχολείο συμβάλλουν στην καλύτερη και ομαλότερη ένταξή των μαθητών στο σχολικό περιβάλλον.
Οι γονείς πρέπει να εμπλακούν ενεργά στη σχολική ζωή των παιδιών τους, συμμετέχοντας σε συναντήσεις με το δάσκαλο και σε ομάδες συμβουλευτικής που συντονίζονται από τις Σχολές Γονέων στο χώρο του σχολείου. Στα διάφορα προγράμματα των Σχολών θα τους δοθεί η ευκαιρία να συζητήσουν με ειδικούς ψυχολόγους, θέματα πρόληψης και αντιμετώπισης της επιθετικότητας με στόχο την εξασφάλιση της ασφάλειας των παιδιών τους.
Σκοπός του έργου των Σχολών Γονέων είναι η στήριξη των γονέων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία στο σύνθετο και δύσκολο ρόλο τους όπως αυτός διαμορφώνεται στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Συγκεκριμένοι στόχοι των Σχολών είναι: α) η βελτίωση της επικοινωνίας στην οικογένεια, β) η ανάπτυξη δεξιοτήτων και στρατηγικών επίλυσης συγκρούσεων για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση δύσκολων συμπεριφορών των παιδιών τους, όπως επίσης και γ) η ενθάρρυνση της συμμετοχής των γονέων στις σχολικές δραστηριότητες και η υποστήριξη της συνεργασίας τους με τους εκπαιδευτικούς.